- κοπροδοχεῖον
- κοπρο-δοχεῖον, τό, and [suff] κοπρο-δόχος, ὁ,A cesspool, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοπροδοχείο — το (ΑM κοπροδοχεῑον) 1. μέρος, λάκκος στον οποίο ρίχνονται κόπρανα, βόθρος 2. δοχείο, αγγείο για τα περιττώματα 3. αφοδευτήριο, αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + δοχεῖον < δέχομαι)] … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek